- μακαρόνι
- το1. συν. στον πληθ. τα μακαρόνιαζυμαρικό σχήματος σωληνίσκου που παρασκευάζεται από σταρένιο αλεύρι, νερό και αλάτι2. χαρακτηρισμός για επίμηκες πράγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. macaroni < λατ. *maccare «κόβω». Κατ' άλλους, < μακαρία «νεκρώσιμο φαγητό από ζυμαρικά»].
Dictionary of Greek. 2013.